ακούω

ακούω
(Α ἀκούω) (νεοελλ. και ακούγω)
1. έχω την αίσθηση τής ακοής, αντιλαμβάνομαι με το αισθητήριο τής ακοής
2. αντιλαμβάνομαι κάτι με το αφτί, φθάνει στα αφτιά μου κάποιος ήχος
3. πληροφορούμαι, μαθαίνω κάτι άμεσα ή έμμεσα, γνωρίζω, «φθάνει κάτι στ’ αφτιά μου»
4. υπακούω, πείθομαι
5. ακούω την παράκληση κάποιου με προσοχή, εισακούω
6. (για λόγους, αγορεύσεις ή στα μσν. και νεοελλ. για εκκλησιαστικές ακολουθίες) προσέχω, παρακολουθώ, μετέχω νοητικά
7. γνωρίζω εξ ακοής, έχω ακουστά
8. αφουγκράζομαι, «στήνω αφτί»
9. εννοώ, καταλαβαίνω αυτό που ακούω
10. γίνομαι αισθητός με την ακοή, διεγείρω το αισθητήριο τής ακοής
μσν.- νεοελλ.
(το παθ. στο γ΄ πρόσ. εν. ως απρόσ.) ακούεται (νεοελλ. και ακούγεται), διαδίδεται, γίνεται γνωστό, αναφέρεται ότι...
νεοελλ.
Ι. ενεργ.
1. (για μέλη τού σώματος και συνήθ. με άρν.) αρνούμαι να υπακούσω, να ακολουθήσω, να συντονιστώ με τις απαιτήσεις τού οργανισμού
2. αισθάνομαι κάτι με τα αισθητήρια τού σώματος και ειδικότ. οσφραίνομαι, μυρίζομαι
||. παθ.
1. επιβάλλομαι, γίνομαι γνωστός, αποκτώ φήμη
2. (για γυναίκες) αποκτώ φήμη ανήθικης γυναίκας, «μού βγαίνει το όνομα»
3. βρίσκομαι στην επικαιρότητα, σχολιάζομαι, αναφέρομαι
4. παρουσιάζομαι, αναφαίνομαι
5. εισακούομαι
6. (για οσμές) γίνομαι αισθητός
7. (σε διάφορες χαρακτηριστικές φράσεις) «ακούς εκεί!», επιφωνημ. φρ. που εκφράζει έκπληξη, διαμαρτυρία ή αγανάκτηση
«ακούω κάτι βερεσέ», ακούω άδικα, μάταια, χωρίς να πείθομαι ή να συμμορφώνομαι σε ό,τι μού λένε
«άκου να δεις!» (και «άκου ν’ ακούσεις») ως προτροπή ή επιφών. έκπληξης
«ακούω στο όνομα», ονομάζομαι, έχω το όνομα...
«για άκου!» (ως απειλή), πρόσεξε καλά, «τον νου σου!» «τί ακούς», τί νέα; τί μαθαίνεις; || (μσν. -αρχ.) (μσν. και το παθ.) ονομάζομαι, καλούμαι (ως παθ. τού λέγω*)
μσν.
θεωρώ ως, εκλαμβάνω
αρχ.
1. είμαι μαθητής κάποιου
2. έχω τη φήμη, αναφέρεται, διαδίδεται για μένα κάτι
3. φρ. «ἀκούω εὖ (ή κακῶς ή κακά) ὑπό τινος (ἠ πρός τινος)», μέ επαινεί (ή μέ κακολογεί) κάποιος
«ἀκούω καλῶς (ή κακῶς)», έχω καλή (ή κακή) φήμη, «μού βγαίνει τ’ όνομα»
(η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) οἱ ἀκούοντες
οι αναγνώστες ενός βιβλίου
«οὕτως ἀκούω», ακούω πως αναφέρεται κάτι με αυτό τον τρόπο, δηλ. τέτοια είναι η πρώτη εντύπωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀκούω, καθώς και ο νεώτερος ρηματ. τ. ἀκροῶμαι, υποκατέστησαν στην αρχ. Ελληνική τους παλαιότερους τ. κλύω και ἀίω. Το ρ. ἀκούω ανήκει στις λέξεις εκείνες τής Ελληνικής που χρησιμοποιούνται ακατάπαυστα από τα ομηρικά έπη μέχρι τη σύγχρονη Ελληνική. Αρχική μορφή τού ενεστωτ. θέματος θεωρείται ο τ. *ἀκούσ- (πρβλ. ἤκουσμαι, ἠκούσθην), ενώ ο τ. ἀκήκοα τού Παρακειμένου ανάγεται σε τ. *ἀκᾱκοFα. Δύο είναι οι κρατούσες απόψεις σχετικά με την ερμηνεία τού ἀκούω και τών ομορρίζων του. Κατά τη μία άποψη, ο αρχικός τ. *ἀκούσ- προέρχεται από τ. *ακ-oυσ-, είναι δηλ. σύνθετος από τη ρίζα *ακ- (ΙΕ *ακ- «οξύς, μυτερός» πρβλ. ἀκμή, ἄκρος, ἄκων κ.λπ.) και το ουσ. οὖς «αφτί», σημαίνοντας αρχικά «έχω οξύ το αφτί, τεντώνω τ’ αφτιά ν’ ακούσω». Η άποψη αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι και το ρ. ἀκροῶμαι* σχηματίζεται με ανάλογο τρόπο, αφήνει όμως ουσιαστικά ανερμήνευτη την προέλευση τού ομορρίζου ρ. ἀκεύει (τηρεί, στον Ησύχιο). Έτσι φαίνεται προτιμότερη η β΄ ερμηνεία τού ἀκούω από τ. *-κού- (πρβλ. γοτθ. haus-jan «ακούω»), όπου το - θεωρείται προθεματικό ή αθροιστικό στοιχείο (< ΙΕ *sm-) ή, κατ’ άλλους, μηδενισμένη βαθμίδα τού IE *en- «εντός, μέσα», ενώ το -s- τού θέματος εκλαμβάνεται ως μόρφημα σχηματιστικό τών εφετικών* ρημάτων. Άρα, τόσο το ρ. ἀκούω όσο και το γοτθ. haus-jan είναι ρήματα εφετικό. Κατά τη β΄ αυτή άποψη, που θεωρείται και η επικρατέστερη σήμερα, το ἀκούω συνδέεται άμεσα με το ρ. ἀκεύω τού Ησυχίου, καθώς και με το δωρ. κοάω «ακούω, αντιλαμβάνομαι» (χωρις προθεματικό -). Η ετυμολογία τού ἀκούω κατά τη β΄ άποψη συνδέει το ρ. με την ΙΕ ρ. *kew- (και *skew-) «παρατηρώ, στρέφω την προσοχή μου», απ’ όπου μετά «ακούω, αντιλαμβάνομαι». Έτσι ερμηνεύεται απευθείας από τη ρ. *kew- ο τ. τού Ησυχίου -κεύ-ω (τηρώ, με προθεματικό -), ο τ. κοέω (δωρ. κοάω) από *κοF-έω, μετονοματικό ρ. από ουσ. *κόFος (πρβλ. Λαο-κόFων) και το ρ. *α-κου-σ-) (με προθεμ. φωνήεν -, ετεροιωμένη βαθμίδα ρίζας και εφετικό ρηματ. επίθημα -s-). Απο την ίδια ρ. *kew- προέρχονται το αρχ. ινδ. kav-is «προνοητής, σοφός, ποιητής», τα λατ. cav-eo «προσέχω, προνοώ, φυλάγομαι», cautus «προνοητικός, επιφυλακτικός», cautio «πρόνοια, προφύλαξη, επιφύλαξη» (απ’ όπου σε αντίστοιχα γαλλ. caution και precaution), το γοτθ. hausjan «ακούω», το αγγλ. hear «ακούω», το γερμ. horen «ακούω», το αγγλ. show «δείχνω» (από τον παράλληλο τ. *skew- τής ρ. *kew-), τα γερμ. schauen «παρατηρώ» και schon «ωραίος» (αρχ. «με ωραία θωριά»).
ΠΑΡ. ακοή, άκουσμα, ακουστός
αρχ.
ἀκουάζομαι, ἄκουσις, ἀκουστήριον, ἀκουστής, ἀκουτίζω
μσν.
ἀκουόντως
νεοελλ.
ακουσμός.
ΣΥΝΘ. εισακούω, διακούω, παρακούω, υπακούω
αρχ.
ἀντακούω, ἐνακούω, ἐξακούω, ἐπακούω, κατακούω, προακούω, προσακούω, συνακούω
ἀνήκοος, εὐήκοος, ὀξυήκοος, πολυπήκοος, συνήκοος, φιλήκοος
νεοελλ.
ακρακούω, βαριακούω, καλακούω, καλοακούω, κρυφακούω, ματακούω, μισακούω, ξανακούω, πολυακούω, πρωτακούω, στραβακούω. Βλ. και λήμμα ἀκ-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἁκούω — ἀκούω , ἀκούω hear pres subj act 1st sg ἀκούω , ἀκούω hear pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακούω — ακούω, άκουσα βλ. πίν. 83 Σημειώσεις: ακούω, ακούγομαι : σπάνια απαντάται η κλίση κατά το αποκλείω (βλ. πίν. 40 , 41 ). Π.χ. άκουα γέλια (Διηγ. Τσίρκα, σελ. 46), ακούονταν γέλια και χειροκροτήματα (Διηγ. Τσίρκα, σελ. 51) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἀκούω — hear pres subj act 1st sg ἀκούω hear pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακούω — άκουσα, ακούστηκα, ακουσμένος 1. ως αμτβ., έχω την αίσθηση της ακοής: Τελευταία δεν ακούω και τόσο καλά. 2. ως μτβ., καταλαβαίνω κάτι με την ακοή: Ακούω κούφια τα τουφέκια, ακούω σμίξιμο σπαθιών… (Σολωμός). 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω: Άκουσα ότι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 'κούω — ἀκούω , ἀκούω hear pres subj act 1st sg ἀκούω , ἀκούω hear pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακρακούω — ακούω λίγο, όχι καλά, μόλις ακούω. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποκορ. ακρο (ΙΙ) + ακούω] …   Dictionary of Greek

  • ἀκούσατε — ἀκούω hear aor imperat act 2nd pl ἀ̱κούσατε , ἀκούω hear aor ind act 2nd pl (doric aeolic) ἀκούω hear aor ind act 2nd pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκούσουσι — ἀκούω hear aor subj act 3rd pl (epic) ἀκούω hear fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀκούω hear fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκούσουσιν — ἀκούω hear aor subj act 3rd pl (epic) ἀκούω hear fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀκούω hear fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκούῃ — ἀκούω hear pres subj mp 2nd sg ἀκούω hear pres ind mp 2nd sg ἀκούω hear pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”